Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

πουνικικό οξύ, το

     punikiko΄oxi΄    
punicic acid

         

Ερμηνεία:

Κρυσταλλικό πολυακόρεστο λιπαρό οξύ [C4H9(CH=CH)3(CH2)7COOH], το οποίο είναι γεωμετρικά ισομερές του ελαιοστερικού οξέος και λαμβάνεται από το έλαιο των σπόρων του ροδιού.

Το πουνικικό οξύ είναι ένα συζευγμένο λινολενικό λιπαρό οξύ (CLnA) ή ωμέγα 5 λιπαρό οξύ. Θεωρείται ως ένα από τα ισχυρότερα αντιοξειδωτικά και έχει βρεθεί ότι προκαλεί ενδογενή απόπτωση μεσω της οδού που εξαρτάται από κασπάση (J. Agric Food Chem 2010 Nov 10.).] 



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

Insulin resistance by TNF-α is associated with mitochondrial dysfunction in 3T3-L1 adipocytes and is ameliorated by punicic acid, a PPARγ agonist. Anusree SS, Nisha VM, Priyanka A, Raghu KG. Mol Cell Endocrinol. 2015 Sep 15;413:120-8. doi: 10.1016/j.mce.2015.06.018. Epub 2015 Jun 24.

Luteolin, ellagic acid and punicic acid are natural products that inhibit prostate cancer metastasis. Wang L, Li W, Lin M, Garcia M, Mulholland D, Lilly M, Martins-Green M. Carcinogenesis. 2014 Oct;35(10):2321-30. doi: 10.1093/carcin/bgu145. Epub 2014 Jul 14.



Συνώνυμα:
τριχοσανικό οξύ, trichosanic acid





 Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »


© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Βιοχημεία: